αψιμαχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αψιμαχία | οι | αψιμαχίες |
| γενική | της | αψιμαχίας | των | αψιμαχιών |
| αιτιατική | την | αψιμαχία | τις | αψιμαχίες |
| κλητική | αψιμαχία | αψιμαχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αψιμαχία < αρχαία ελληνική ἁψιμαχία
Ουσιαστικό
αψιμαχία θηλυκό
- όχι ιδιαίτερα έντονη σύγκρουση αντιπάλων ενόπλων δυνάμεων, μάλλον ασήμαντη σύγκρουση
- λογομαχία, φραστικός διαξιφισμός, φιλονικία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.