πικάντικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πικάντικος η πικάντικη το πικάντικο
      γενική του πικάντικου της πικάντικης του πικάντικου
    αιτιατική τον πικάντικο την πικάντικη το πικάντικο
     κλητική πικάντικε πικάντικη πικάντικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πικάντικοι οι πικάντικες τα πικάντικα
      γενική των πικάντικων των πικάντικων των πικάντικων
    αιτιατική τους πικάντικους τις πικάντικες τα πικάντικα
     κλητική πικάντικοι πικάντικες πικάντικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πικάντικος < ιταλική piccante

Επίθετο

πικάντικος -η -ο

  1. που έχει έντονη γεύση, αλλά όχι πολύ καυτερή
  2. (μεταφορικά) που είναι ερεθιστικός, προκλητικός, αλλά με ευχάριστο τρόπο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.