πικάντικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πικάντικος | η | πικάντικη | το | πικάντικο |
| γενική | του | πικάντικου | της | πικάντικης | του | πικάντικου |
| αιτιατική | τον | πικάντικο | την | πικάντικη | το | πικάντικο |
| κλητική | πικάντικε | πικάντικη | πικάντικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πικάντικοι | οι | πικάντικες | τα | πικάντικα |
| γενική | των | πικάντικων | των | πικάντικων | των | πικάντικων |
| αιτιατική | τους | πικάντικους | τις | πικάντικες | τα | πικάντικα |
| κλητική | πικάντικοι | πικάντικες | πικάντικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πικάντικος -η -ο
- που έχει έντονη γεύση, αλλά όχι πολύ καυτερή
- (μεταφορικά) που είναι ερεθιστικός, προκλητικός, αλλά με ευχάριστο τρόπο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.