ἀφετήριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀφετήριος | ἡ | ἀφετηρίᾱ | τὸ | ἀφετήριον |
| γενική | τοῦ | ἀφετηρίου | τῆς | ἀφετηρίᾱς | τοῦ | ἀφετηρίου |
| δοτική | τῷ | ἀφετηρίῳ | τῇ | ἀφετηρίᾳ | τῷ | ἀφετηρίῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἀφετήριον | τὴν | ἀφετηρίᾱν | τὸ | ἀφετήριον |
| κλητική ὦ! | ἀφετήριε | ἀφετηρίᾱ | ἀφετήριον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἀφετήριοι | αἱ | ἀφετήριαι | τὰ | ἀφετήριᾰ |
| γενική | τῶν | ἀφετηρίων | τῶν | ἀφετηρίων | τῶν | ἀφετηρίων |
| δοτική | τοῖς | ἀφετηρίοις | ταῖς | ἀφετηρίαις | τοῖς | ἀφετηρίοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀφετηρίους | τὰς | ἀφετηρίᾱς | τὰ | ἀφετήριᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀφετήριοι | ἀφετήριαι | ἀφετήριᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀφετηρίω | τὼ | ἀφετηρίᾱ | τὼ | ἀφετηρίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀφετηρίοιν | τοῖν | ἀφετηρίαιν | τοῖν | ἀφετηρίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀφετήριος, -α, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που είναι κατάλληλος για να ρίχνουμε κάτι (όπως μηχανή που ρίχνει λίθους)
Παράγωγα
- ἀφετηρία (θηλυκό)
- ἀφετήριον (ουδέτερο)
Πηγές
- ἀφετήριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀφετήριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.