ἵημι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἵημι | ἵεμαι |
| Παρατατικός | ἵην | ἱέμην |
| Μέλλοντας | ἥσω | ἥσομαι & ἑθήσομαι |
| Αόριστος | ἧκα | ἡκάμην & εἵμην & εἵθην |
| Παρακείμενος | εἷκα | εἷμαι |
| Υπερσυντέλικος | εἵκειν | εἵμην |
| Συντελ.Μέλλ. | - | - |
Ετυμολογία
- ἵημι, ήδη μυκηναϊκή 𐀂𐀋𐀵 (i-je-to, ἵετο) < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *yiyēmi (με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ye-. Συγγενή: λατινική iacio, γαλλική jeter, ιταλική gettare. [1]
Ρήμα
ἵημι (μεταβατικό του εἶμι)
Συγγενικά
- ἑσία
- ἕσις
- ἑσμός
- ἑτός
- ἡσιεπής
- ἵεσις
Σύνθετα
- ἀφίημι
- ἀνίημι
- ἀνταφίημι
- ἀντεπαφίημι
- ἀπομεθίημι
- ἀποπροΐημι
- διαφίημι
- διαμεθίημι
- διανίημι
- διεξίημι
- διενίημι
- διίημι
- διυφίημι
- ἐξαφίημι
- ἐξανίημι
- ἐξεφίημι
- ἐξίημι
- ἐφίημι
- ἐγκαθίημι
- ἐκπροΐημι
- ἐναφίημι
- ἐνδίημι
- ἐνίημι
- ἐπαφίημι
- ἐπανίημι
- ἐπενδίημι
- ἐπενίημι
- ἐπικαθίημι
- ἐπιλίημι
- ἐπιπροΐημι
- εἰσαφίημι
- εἰσίημι
- εἰσκαθίημι
- καθίημι
- καθυφίημι
- καταφίημι
- μεθίημι
- παραφίημι
- παρακαθίημι
- παραμεθίημι
- παρανίημι
- παρεξίημι
- παρίημι
- προαφίημι
- προανίημι
- προεφίημι
- προενίημι
- προεπαφίημι
- προίημι
- προκαθίημι
- προμεθίημι
- προσαφίημι
- προσανίημι
- προσενίημι
- προσίημι
- προσσυνίημι
- συγκαθίημι
- συμπροίημι
- συναφίημι
- συνανίημι
- συνεφίημι
- συνεπαφίημι
- συνίημι
- ὑφίημι
- ὑπανίημι
- ὑπερίημι
- ὑπίημι
- ὑποκαθίημι
Κλίση
Κλίση
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Αναφορές
- άνεση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἵημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἵημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.