έναρξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έναρξη | οι | ενάρξεις |
| γενική | της | έναρξης* | των | ενάρξεων |
| αιτιατική | την | έναρξη | τις | ενάρξεις |
| κλητική | έναρξη | ενάρξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ενάρξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έναρξη < ελληνιστική κοινή ἔναρξ(ις) + -ση < ἔν + ἄρχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.naɾ.ksi/
Αντώνυμα
Συγγενικά
- εναρκτήριος
- εναρκτικός {γραμματική)
- και → δείτε τη λέξη αρχή
Μεταφράσεις
έναρξη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.