ἀφίημι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀφίημι   ἀφίεμαι 
Παρατατικός  ἀφίην   ἀφιέμην 
Μέλλοντας  ἀφήσω   ἀφήσομαι & ἀφεθήσομαι 
Αόριστος  ἀφῆκα   ἀφηκάμην & ἀφείμην & ἀφείθην 
Παρακείμενος  ἀφεῖκα   ἀφεῖμαι 
Υπερσυντέλικος  ἀφείκειν   ἀφείμην 
Συντελ.Μέλλ.  -   - 

Ετυμολογία

ἀφίημι < ἀπό + ἵημι

Ρήμα

ἀφίημι

  1. αφήνω
  2. στέλνω
  3. διώχνω
  4. χωρίζω
  5. παραμελώ, παραλείπω
  6. επιτρέπω
  7. αποπλέω
  8. εξορμώ

Κλίση

Συγγενικά

  • ἄφεμα
  • ἀφέσιμος
  • ἄφεσις
  • ἀφετέον
  • ἀφετήρ
  • ἀφετήριος
  • ἀφέτης
  • ἀφετικός
  • ἄφετος

Σύνθετα

  • ἀνταφίημι
  • διαφίημι
  • εἰσαφίημι
  • ἐναφίημι
  • ἐξαφίημι
  • ἐπαφίημι
  • καταφίημι
  • παραφίημι
  • προαφίημι
  • προσαφίημι
  • συναφίημι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.