ατλαντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατλαντικός η ατλαντική το ατλαντικό
      γενική του ατλαντικού της ατλαντικής του ατλαντικού
    αιτιατική τον ατλαντικό την ατλαντική το ατλαντικό
     κλητική ατλαντικέ ατλαντική ατλαντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατλαντικοί οι ατλαντικές τα ατλαντικά
      γενική των ατλαντικών των ατλαντικών των ατλαντικών
    αιτιατική τους ατλαντικούς τις ατλαντικές τα ατλαντικά
     κλητική ατλαντικοί ατλαντικές ατλαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατλαντικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀτλαντικός, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική atlantique[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.tlan.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ατλαντικός

Επίθετο

ατλαντικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον Άτλαντα, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τον χαρακτηρίζει
  2. (μεταφορικά) τεράστιος, ηράκλειος, κυκλώπειος
  3. που έχει σχέση με την Ατλαντίδα ή αναφέρεται σ’ αυτήν
  4. που έχει σχέση με τον Ατλαντικό Ωκεανό ή αναφέρεται σ’ αυτήν
  5. (πολιτική) (στρατιωτικός όρος) νατοϊκός
     συνώνυμα: βορειοατλαντικός
  6. (γεωγραφία) Ατλαντικός: ο Ατλαντικός Ωκεανός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.