βορειοατλαντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βορειοατλαντικός | η | βορειοατλαντική | το | βορειοατλαντικό |
| γενική | του | βορειοατλαντικού | της | βορειοατλαντικής | του | βορειοατλαντικού |
| αιτιατική | τον | βορειοατλαντικό | τη | βορειοατλαντική | το | βορειοατλαντικό |
| κλητική | βορειοατλαντικέ | βορειοατλαντική | βορειοατλαντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βορειοατλαντικοί | οι | βορειοατλαντικές | τα | βορειοατλαντικά |
| γενική | των | βορειοατλαντικών | των | βορειοατλαντικών | των | βορειοατλαντικών |
| αιτιατική | τους | βορειοατλαντικούς | τις | βορειοατλαντικές | τα | βορειοατλαντικά |
| κλητική | βορειοατλαντικοί | βορειοατλαντικές | βορειοατλαντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βορειοατλαντικός < βορειο- + ατλαντικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική North Atlantic[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /vo.ɾi.o.a.tlan.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐ρει‐ο‐α‐τλα‐ντι‐κός
Επίθετο
βορειοατλαντικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τον Βόρειο Ατλαντικό (έκταση, χώρες, συμμαχία, σύμφωνα, ακτές, λιμένες, κ.λπ.)
Μεταφράσεις
βορειοατλαντικός
|
|
Αναφορές
- βορειοατλαντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.