βορειοατλαντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βορειοατλαντικός η βορειοατλαντική το βορειοατλαντικό
      γενική του βορειοατλαντικού της βορειοατλαντικής του βορειοατλαντικού
    αιτιατική τον βορειοατλαντικό τη βορειοατλαντική το βορειοατλαντικό
     κλητική βορειοατλαντικέ βορειοατλαντική βορειοατλαντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βορειοατλαντικοί οι βορειοατλαντικές τα βορειοατλαντικά
      γενική των βορειοατλαντικών των βορειοατλαντικών των βορειοατλαντικών
    αιτιατική τους βορειοατλαντικούς τις βορειοατλαντικές τα βορειοατλαντικά
     κλητική βορειοατλαντικοί βορειοατλαντικές βορειοατλαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βορειοατλαντικός < βορειο- + ατλαντικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική North Atlantic[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /vo.ɾi.o.a.tlan.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βορειοατλαντικός

Επίθετο

βορειοατλαντικός, -ή, -ό

  • ο σχετικός με τον Βόρειο Ατλαντικό (έκταση, χώρες, συμμαχία, σύμφωνα, ακτές, λιμένες, κ.λπ.)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.