Ατλαντίδα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ατλαντίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀτλαντίς από την αιτιατική σε -ίδα
Κύριο όνομα
Ατλαντίδα θηλυκό
-
Ατλαντίδα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Ατλαντίδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.