Ατλαντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Ατλαντικός
      γενική του Ατλαντικού
    αιτιατική τον Ατλαντικό
     κλητική Ατλαντικέ
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ατλαντικός < Ατλαντικός Ωκεανός με παράλειψη του ουσιαστικού

Προφορά

ΔΦΑ : /at.lan.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ατλαντικός

Κύριο όνομα

Ατλαντικός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.