ωκεανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ωκεανός | οι | ωκεανοί |
| γενική | του | ωκεανού | των | ωκεανών |
| αιτιατική | τον | ωκεανό | τους | ωκεανούς |
| κλητική | ωκεανέ | ωκεανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Oι ωκεανοί καλύπτουν σχεδόν τα τρία τέταρτα (71%) της επιφάνειας της Γης.
Ετυμολογία
- ωκεανός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὠκεανός (εξωτερική θάλασσα) και Ὠκεανός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ce.aˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐κε‐α‐νός
Ουσιαστικό
ωκεανός αρσενικό
- (γεωγραφία) μεγάλη θαλάσσια έκταση που χωρίζει ηπείρους μεταξύ τους και καλύπτει μεγάλο μέρος της υδρογείου.
- ↪ Ατλαντικός, Ειρηνικός, Ινδικός, Αρκτικός ωκεανός
- (στην αρχαιότητα) μεγάλο ποτάμι που, σύμφωνα με την αντίληψη των αρχαίων, περιέβρεχε όλη τη γη
- (μεταφορικά) κάτι απέραντο
- ↪ ωκεανός σοφίας και γνώσεως
Εκφράσεις
- στάλα/σταγόνα στον ωκεανό: τελείως ασήμαντο σε σχέση με το υπόλοιπο σύνολο
Σύνθετα
-
ωκεανός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
θαλάσσια έκταση
Αναφορές
- ωκεανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.