ηράκλειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηράκλειος | η | ηράκλεια | το | ηράκλειο |
| γενική | του | ηράκλειου | της | ηράκλειας | του | ηράκλειου |
| αιτιατική | τον | ηράκλειο | την | ηράκλεια | το | ηράκλειο |
| κλητική | ηράκλειε | ηράκλεια | ηράκλειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηράκλειοι | οι | ηράκλειες | τα | ηράκλεια |
| γενική | των | ηράκλειων | των | ηράκλειων | των | ηράκλειων |
| αιτιατική | τους | ηράκλειους | τις | ηράκλειες | τα | ηράκλεια |
| κλητική | ηράκλειοι | ηράκλειες | ηράκλεια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ηράκλειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἡράκλειος < Ἡρακλῆς
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈɾa.kli.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐ρά‐κλει‐ος
Επίθετο
ηράκλειος, -α, -ο
- που αναφέρεται στον Ηρακλή
- → δείτε τη λέξη Ηράκλειες Στήλες: το στενό του Γιβραλτάρ
- χαρακτηρισμός για ένα έργο, προσπάθεια κ.λπ. που έχει πολύ μεγάλους στόχους και θα απαιτήσει τεράστιες δυνάμεις και κόπο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.