τεράστιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεράστιος η τεράστια το τεράστιο
      γενική του τεράστιου της τεράστιας του τεράστιου
    αιτιατική τον τεράστιο την τεράστια το τεράστιο
     κλητική τεράστιε τεράστια τεράστιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεράστιοι οι τεράστιες τα τεράστια
      γενική των τεράστιων των τεράστιων των τεράστιων
    αιτιατική τους τεράστιους τις τεράστιες τα τεράστια
     κλητική τεράστιοι τεράστιες τεράστια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τεράστιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τεράστιος[1] < τέρας

Προφορά

ΔΦΑ : /teˈɾa.sti.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τεράστιος

Επίθετο

τεράστιος, -α, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.