νατοϊκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νατοϊκός η νατοϊκή το νατοϊκό
      γενική του νατοϊκού της νατοϊκής του νατοϊκού
    αιτιατική τον νατοϊκό τη νατοϊκή το νατοϊκό
     κλητική νατοϊκέ νατοϊκή νατοϊκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νατοϊκοί οι νατοϊκές τα νατοϊκά
      γενική των νατοϊκών των νατοϊκών των νατοϊκών
    αιτιατική τους νατοϊκούς τις νατοϊκές τα νατοϊκά
     κλητική νατοϊκοί νατοϊκές νατοϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νατοϊκός < ΝΑΤΟ

Επίθετο

νατοϊκός -ή -ό

  • που αναφέρεται ή ανήκει στο ΝΑΤΟ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.