Άτλας
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- Άτλας < αρχαία ελληνική Ἄτλας
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.tlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐τλας
Κύριο όνομα
Άτλας αρσενικό
-
Άτλας στη Βικιπαίδεια

- άτλαντας
- Άτλαντας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.