Άτλας

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

Άτλας < αρχαία ελληνική Ἄτλας

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.tlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Άτλας

Κύριο όνομα

Άτλας αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ένας από τους τιτάνες της ελληνικής μυθολογίας
  2. (αστρονομία) ένας από τους δορυφόρους του Κρόνου
  3. (αστρονομία) ένας από τους αστέρες των Πλειάδων
  4. μία από τις μεγαλύτερες οροσειρές του κόσμου, στη βορειοδυτική Αφρική

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.