διέλευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διέλευση οι διελεύσεις
      γενική της διέλευσης* των διελεύσεων
    αιτιατική τη διέλευση τις διελεύσεις
     κλητική διέλευση διελεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διελεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διέλευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διέλευ(σις) < διελεύσομαι, μέλλοντας του διέρχομαι + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε δι- (διά) + έλευση

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈe.lef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διέλευση

Ουσιαστικό

διέλευση θηλυκό

  • το να διέρχεται κάποιος από κάπου
    απαγορεύεται η διέλευση!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.