υπερβολικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
υπερβολικά
<
υπερβολικός
Επίρρημα
υπερβολικά
περισσότερο
από ό,τι θα έπρεπε
Μεταφράσεις
υπερβολικά
αγγλικά
:
too
(en)
,
extremely
(en)
,
exceedingly
(en)
γαλλικά
:
exagérément
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
υπερβολικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
υπερβολικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.