ἀπότομος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀπότομος | τὸ | ἀπότομον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀποτόμου | τοῦ | ἀποτόμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀποτόμῳ | τῷ | ἀποτόμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀπότομον | τὸ | ἀπότομον | ||
| κλητική ὦ! | ἀπότομε | ἀπότομον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀπότομοι | τὰ | ἀπότομᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀποτόμων | τῶν | ἀποτόμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀποτόμοις | τοῖς | ἀποτόμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀποτόμους | τὰ | ἀπότομᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀπότομοι | ἀπότομᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποτόμω | τὼ | ἀποτόμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀποτόμοιν | τοῖν | ἀποτόμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
ἀπότομος < ἀποτέμνω
Επίθετο
ἀπότομος, -ος, -ον
- αυτός που έχει αποσχισθεί, απόκρημνος, βαραθρώδης, κρημνώδης
- (μεταφορικά) τραχύς, αυστηρός, ανηλεής, αδυσώπητος
Πηγές
- ἀπότομος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπότομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.