ἀπότομος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀπότομος τὸ ἀπότομον
      γενική τοῦ/τῆς ἀποτόμου τοῦ ἀποτόμου
      δοτική τῷ/τῇ ἀποτόμ τῷ ἀποτόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀπότομον τὸ ἀπότομον
     κλητική ! ἀπότομε ἀπότομον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀπότομοι τὰ ἀπότομ
      γενική τῶν ἀποτόμων τῶν ἀποτόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀποτόμοις τοῖς ἀποτόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀποτόμους τὰ ἀπότομ
     κλητική ! ἀπότομοι ἀπότομ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀποτόμω τὼ ἀποτόμω
      γεν-δοτ τοῖν ἀποτόμοιν τοῖν ἀποτόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀπότομος < ἀποτέμνω

Επίθετο

ἀπότομος, -ος, -ον

  1. αυτός που έχει αποσχισθεί, απόκρημνος, βαραθρώδης, κρημνώδης
  2. (μεταφορικά) τραχύς, αυστηρός, ανηλεής, αδυσώπητος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.