αποχρών
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποχρών & αποχρώντας |
η | αποχρώσα | το | αποχρών |
| γενική | του | αποχρώντος & αποχρώντα |
της | αποχρώσας & αποχρώσης* |
του | αποχρώντος |
| αιτιατική | τον | αποχρώντα | την | αποχρώσα | το | αποχρών |
| κλητική | αποχρών & αποχρώντα |
αποχρώσα | αποχρών | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποχρώντες | οι | αποχρώσες | τα | αποχρώντα |
| γενική | των | αποχρώντων | των | αποχρωσών | των | αποχρώντων |
| αιτιατική | τους | αποχρώντες | τις | αποχρώσες | τα | αποχρώντα |
| κλητική | αποχρώντες | αποχρώσες | αποχρώντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «κυβερνών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποχρών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποχρῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀποχρῶ συνηρημένου τύπου του ἀποχράω (αρκώ) < χράω/χρῶ (χρησμοδοτώ, προμηθεύω) (μεταφραστικό δάνειο από τη μεσαιωνική λατινική causa efficiens[1]
Μετοχή
αποχρών, -ώσα, -ών
- (λόγιο) επαρκής, αρκετός, ικανοποιητικός στις εκφράσεις:
- αποχρών λόγος (αποχρώσα αιτία): (φιλοσοφία) ο βαθύτερος και ουσιαστικότερος λόγος (ή αιτία), για τον οποίο γίνεται κάτι
- ※ Εμπνευστής αυτής της αξιέπαινης αλλά και πανέξυπνης στη σύλληψή της ιδέα είναι ο επιμελητής της παρούσας έκδοσης, (...) ο οποίος (...) αναλύει το σκεπτικό της έκδοσης (...) αλλά και τους σκοπούς, τις βαθύτερες αιτίες και τις αποχρώσες ιδέες που διέπουν αυτό το σεμινάριο. (* εφημερίδα Τα Νέα 26 Σεπτεμβρίου 2013)
- ↪ αρχή του αποχρώντος λόγου: αρχή σύμφωνα με την οποία για κάθε τι υπάρχει μια λογική αιτία
- αποχρώσες ενδείξεις (νομικός όρος) επαρκείς ενδείξεις για να δικαιολογηθεί κάτι
- ↪ Σκοπός της προδικασίας είναι να διαλευκανθεί κατά το δυνατόν η υπόθεση και να διαπιστωθεί αν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα για το οποίο του έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη. (Ποινική προδικασία στη Βικιπαίδεια)
- αποχρών λόγος (αποχρώσα αιτία): (φιλοσοφία) ο βαθύτερος και ουσιαστικότερος λόγος (ή αιτία), για τον οποίο γίνεται κάτι
Μεταφράσεις
αποχρών
|
Αναφορές
- αποχρών - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.