ικανοποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ικανοποιητικός | η | ικανοποιητική | το | ικανοποιητικό |
| γενική | του | ικανοποιητικού | της | ικανοποιητικής | του | ικανοποιητικού |
| αιτιατική | τον | ικανοποιητικό | την | ικανοποιητική | το | ικανοποιητικό |
| κλητική | ικανοποιητικέ | ικανοποιητική | ικανοποιητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ικανοποιητικοί | οι | ικανοποιητικές | τα | ικανοποιητικά |
| γενική | των | ικανοποιητικών | των | ικανοποιητικών | των | ικανοποιητικών |
| αιτιατική | τους | ικανοποιητικούς | τις | ικανοποιητικές | τα | ικανοποιητικά |
| κλητική | ικανοποιητικοί | ικανοποιητικές | ικανοποιητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ka.no.pi.i.tiˈkos/
Συγγενικά
- ικανοποιητικά
- ικανοποιητικώς
- → δείτε τις λέξεις ικανοποιώ, ικανός και ποιώ
Μεταφράσεις
ικανοποιητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.