αρκετός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρκετός | η | αρκετή | το | αρκετό |
| γενική | του | αρκετού | της | αρκετής | του | αρκετού |
| αιτιατική | τον | αρκετό | την | αρκετή | το | αρκετό |
| κλητική | αρκετέ | αρκετή | αρκετό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρκετοί | οι | αρκετές | τα | αρκετά |
| γενική | των | αρκετών | των | αρκετών | των | αρκετών |
| αιτιατική | τους | αρκετούς | τις | αρκετές | τα | αρκετά |
| κλητική | αρκετοί | αρκετές | αρκετά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρκετός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀρκετός < θέμα του ἀρκέ(ω) + κατάληξη ρηματικού επιθέτου σε -τός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.