προμηθεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προμηθεύω < (ελληνιστική κοινή) προμηθεύομαι < αρχαία ελληνική προμηθής (προνοητικός) < πρό + μῆτις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meh₁- (μετρώ) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pourvoir)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.miˈθe.vo/
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προμηθεύω | προμήθευα | θα προμηθεύω | να προμηθεύω | προμηθεύοντας | |
| β' ενικ. | προμηθεύεις | προμήθευες | θα προμηθεύεις | να προμηθεύεις | προμήθευε | |
| γ' ενικ. | προμηθεύει | προμήθευε | θα προμηθεύει | να προμηθεύει | ||
| α' πληθ. | προμηθεύουμε | προμηθεύαμε | θα προμηθεύουμε | να προμηθεύουμε | ||
| β' πληθ. | προμηθεύετε | προμηθεύατε | θα προμηθεύετε | να προμηθεύετε | προμηθεύετε | |
| γ' πληθ. | προμηθεύουν(ε) | προμήθευαν προμηθεύαν(ε) |
θα προμηθεύουν(ε) | να προμηθεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προμήθευσα | θα προμηθεύσω | να προμηθεύσω | προμηθεύσει | ||
| β' ενικ. | προμήθευσες | θα προμηθεύσεις | να προμηθεύσεις | προμήθευσε | ||
| γ' ενικ. | προμήθευσε | θα προμηθεύσει | να προμηθεύσει | |||
| α' πληθ. | προμηθεύσαμε | θα προμηθεύσουμε | να προμηθεύσουμε | |||
| β' πληθ. | προμηθεύσατε | θα προμηθεύσετε | να προμηθεύσετε | προμηθεύστε | ||
| γ' πληθ. | προμήθευσαν προμηθεύσαν(ε) |
θα προμηθεύσουν(ε) | να προμηθεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προμηθεύσει | είχα προμηθεύσει | θα έχω προμηθεύσει | να έχω προμηθεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προμηθεύσει | είχες προμηθεύσει | θα έχεις προμηθεύσει | να έχεις προμηθεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προμηθεύσει | είχε προμηθεύσει | θα έχει προμηθεύσει | να έχει προμηθεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προμηθεύσει | είχαμε προμηθεύσει | θα έχουμε προμηθεύσει | να έχουμε προμηθεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προμηθεύσει | είχατε προμηθεύσει | θα έχετε προμηθεύσει | να έχετε προμηθεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προμηθεύσει | είχαν προμηθεύσει | θα έχουν προμηθεύσει | να έχουν προμηθεύσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.