απεργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απεργία οι απεργίες
      γενική της απεργίας των απεργιών
    αιτιατική την απεργία τις απεργίες
     κλητική απεργία απεργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απεργία < απεργός + -ία[1] < αρχαία ελληνική ἔργον

Προφορά

ΔΦΑ : /a.peɾˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απεργία

Ουσιαστικό

απεργία θηλυκό

  1. αποχή από την εργασία για τη διεκδίκηση οικονομικών αιτημάτων, αλλά και σε ένδειξη διαμαρτυρίας για διάφορες κυβερνητικές ή εργοδοτικές αποφάσεις
    απεργία διαρκείας
    προειδοποιητική απεργία
    48ωρες κυλιόμενες απεργίες
    γενική απεργία
    λευκή απεργία

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.