απεργιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απεργιακός η απεργιακή το απεργιακό
      γενική του απεργιακού της απεργιακής του απεργιακού
    αιτιατική τον απεργιακό την απεργιακή το απεργιακό
     κλητική απεργιακέ απεργιακή απεργιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απεργιακοί οι απεργιακές τα απεργιακά
      γενική των απεργιακών των απεργιακών των απεργιακών
    αιτιατική τους απεργιακούς τις απεργιακές τα απεργιακά
     κλητική απεργιακοί απεργιακές απεργιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απεργιακός < απεργία + -ακός

Επίθετο

απεργιακός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.