ανταπεργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανταπεργία οι ανταπεργίες
      γενική της ανταπεργίας των ανταπεργιών
    αιτιατική την ανταπεργία τις ανταπεργίες
     κλητική ανταπεργία ανταπεργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανταπεργία < αντί + απεργία ((μεταφραστικό δάνειο) (ιταλικά) antisciopero)

Ουσιαστικό

ανταπεργία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.