απεργοσπάστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απεργοσπάστρια | οι | απεργοσπάστριες |
| γενική | της | απεργοσπάστριας | των | απεργοσπαστριών |
| αιτιατική | την | απεργοσπάστρια | τις | απεργοσπάστριες |
| κλητική | απεργοσπάστρια | απεργοσπάστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απεργοσπάστρια < απεργοσπάστης + -τρια
Μεταφράσεις
απεργοσπάστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.