grève
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- grève < δημώδης λατινική grava
- grève < faire grève, être en grève: λεγόταν στον Μεσαίωνα για ανέργους που περίμεναν κάποιον υποτιθέμενο εργοδότη να έρθει να τους προσφέρει κάποια εργατική θέση
Προφορά
- ⓘ
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.