απεργοσπαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απεργοσπαστικός | η | απεργοσπαστική | το | απεργοσπαστικό |
| γενική | του | απεργοσπαστικού | της | απεργοσπαστικής | του | απεργοσπαστικού |
| αιτιατική | τον | απεργοσπαστικό | την | απεργοσπαστική | το | απεργοσπαστικό |
| κλητική | απεργοσπαστικέ | απεργοσπαστική | απεργοσπαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απεργοσπαστικοί | οι | απεργοσπαστικές | τα | απεργοσπαστικά |
| γενική | των | απεργοσπαστικών | των | απεργοσπαστικών | των | απεργοσπαστικών |
| αιτιατική | τους | απεργοσπαστικούς | τις | απεργοσπαστικές | τα | απεργοσπαστικά |
| κλητική | απεργοσπαστικοί | απεργοσπαστικές | απεργοσπαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απεργοσπαστικός < απεργοσπάστης
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.peɾ.ɣo.spa.stiˈkos/
Μεταφράσεις
απεργοσπαστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.