απεργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | απεργός | οι | απεργοί |
| γενική | του | απεργού | των | απεργών |
| αιτιατική | τον | απεργό | τους | απεργούς |
| κλητική | απεργέ | απεργοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απεργός < απο- + -εργός (< αρχαία ελληνική ἔργον)
Ουσιαστικό
απεργός αρσενικό ή θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.