απεργοσπασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απεργοσπασία | οι | απεργοσπασίες |
| γενική | της | απεργοσπασίας | των | απεργοσπασιών |
| αιτιατική | την | απεργοσπασία | τις | απεργοσπασίες |
| κλητική | απεργοσπασία | απεργοσπασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
απεργοσπασία θηλυκό
- (νεολογισμός) η προσπάθεια αποτροπής της συνέχισης μιας απεργίας
- ※ Τα δύο κυβερνητικά κόμματα χθες δεν έκαναν καμιά προσπάθεια κινητοποίησης του απεργοσπαστικού μηχανισμού που έχουν στήσει —θα ήταν άλλωστε πολιτικά ανόητο να επιχειρήσουν απεργοσπασία από την πρώτη της απεργίας. (*)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις απεργοσπάστης, απεργία και σπάω
Μεταφράσεις
απεργοσπασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.