απεργοσπασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απεργοσπασία οι απεργοσπασίες
      γενική της απεργοσπασίας των απεργοσπασιών
    αιτιατική την απεργοσπασία τις απεργοσπασίες
     κλητική απεργοσπασία απεργοσπασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απεργοσπασία < απεργία + -ο- + σπάω + -ία

Ουσιαστικό

απεργοσπασία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.