απαλοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απαλοσύνη | οι | απαλοσύνες |
| γενική | της | απαλοσύνης | των | (απαλοσυνών) |
| αιτιατική | την | απαλοσύνη | τις | απαλοσύνες |
| κλητική | απαλοσύνη | απαλοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη απαλός
Μεταφράσεις
απαλοσύνη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.