απαλύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απαλύνω < αρχαία ελληνική ἁπαλύνω < ἁπαλός

Ρήμα

απαλύνω (παθητική φωνή: απαλύνομαι)

  1. κάνω κάτι (πιο) απαλό
  2. μειώνω την οξύτητα ή την ένταση περιορίζοντας έτσι τις αρνητικές συνέπειες από κάτι
     συνώνυμα: αμβλύνω, ανακουφίζω, ελαφρύνω, καταπραΰνω, κατευνάζω, μετριάζω
     αντώνυμα: οξύνω
  3. εξομαλύνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.