δεικτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεικτικός | η | δεικτική | το | δεικτικό |
| γενική | του | δεικτικού | της | δεικτικής | του | δεικτικού |
| αιτιατική | τον | δεικτικό | τη | δεικτική | το | δεικτικό |
| κλητική | δεικτικέ | δεικτική | δεικτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεικτικοί | οι | δεικτικές | τα | δεικτικά |
| γενική | των | δεικτικών | των | δεικτικών | των | δεικτικών |
| αιτιατική | τους | δεικτικούς | τις | δεικτικές | τα | δεικτικά |
| κλητική | δεικτικοί | δεικτικές | δεικτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δεικτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δεικτικός, η σημασία, ελληνιστική
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δει‐κτι‐κός
- ομόηχο: δηκτικός
Επίθετο
δεικτικός, -ή, -ό
- (γραμματική) που χρησιμοποιείται για να δείξουμε κάτι (και γραμματική)
- ↪ το «αυτός» και το «εκείνος» είναι δεικτικές αντωνυμίες
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- δεικτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δεικτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.