ερωτηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ερωτηματικός | η | ερωτηματική | το | ερωτηματικό |
| γενική | του | ερωτηματικού | της | ερωτηματικής | του | ερωτηματικού |
| αιτιατική | τον | ερωτηματικό | την | ερωτηματική | το | ερωτηματικό |
| κλητική | ερωτηματικέ | ερωτηματική | ερωτηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ερωτηματικοί | οι | ερωτηματικές | τα | ερωτηματικά |
| γενική | των | ερωτηματικών | των | ερωτηματικών | των | ερωτηματικών |
| αιτιατική | τους | ερωτηματικούς | τις | ερωτηματικές | τα | ερωτηματικά |
| κλητική | ερωτηματικοί | ερωτηματικές | ερωτηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ερωτηματικός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ɾo.ti.ma.tiˈkos/
Μεταφράσεις
ερωτηματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.