αντωνυμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντωνυμικός η αντωνυμική το αντωνυμικό
      γενική του αντωνυμικού της αντωνυμικής του αντωνυμικού
    αιτιατική τον αντωνυμικό την αντωνυμική το αντωνυμικό
     κλητική αντωνυμικέ αντωνυμική αντωνυμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντωνυμικοί οι αντωνυμικές τα αντωνυμικά
      γενική των αντωνυμικών των αντωνυμικών των αντωνυμικών
    αιτιατική τους αντωνυμικούς τις αντωνυμικές τα αντωνυμικά
     κλητική αντωνυμικοί αντωνυμικές αντωνυμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντωνυμικός < (ελληνιστική κοινή) ἀντωνυμικός < ἀντωνυμία

Επίθετο

αντωνυμικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με αντωνυμίες ή αναφέρεται σ’ αυτές
  2. που έχει σχέση με αντώνυμα ή αναφέρεται σ’ αυτά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.