συνωνυμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνωνυμία οι συνωνυμίες
      γενική της συνωνυμίας των συνωνυμιών
    αιτιατική τη συνωνυμία τις συνωνυμίες
     κλητική συνωνυμία συνωνυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνωνυμία < συνώνυμος

Ουσιαστικό

συνωνυμία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του συνώνυμου
  2. η σχέση μεταξύ των συνωνύμων
    (λεξικογραφία) η σχέση μεταξύ των συνώνυμων λέξεων
    (Ορολογία) η σχέση μεταξύ των συνώνυμων όρων ή ονομάτων
  3. η ιδιότητα του συνονόματου
  4. η σχέση μεταξύ των συνονόματων, η σχέση μεταξύ δύο προσώπων που έχουν το ίδιο όνομα ή επώνυμο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.