αντί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντί < αρχαία ελληνική ἀντί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énti
Πρόθεση
αντί
- αντικατάσταση
- αντί του προέδρου παρέστη ο αντιπρόεδρος.
- αντί για μένα θα έρθει ο Γιάννης.
- προτίμηση έναντι άλλου
- αντί να ξενυχτάει να πηγαίνει για ύπνο νωρίς.
- αντίτιμο, αξία
- επωλήθη αντί ενός εκατομμυρίου ευρώ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.