αντιπροσωπευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπροσωπευμένος η αντιπροσωπευμένη το αντιπροσωπευμένο
      γενική του αντιπροσωπευμένου της αντιπροσωπευμένης του αντιπροσωπευμένου
    αιτιατική τον αντιπροσωπευμένο την αντιπροσωπευμένη το αντιπροσωπευμένο
     κλητική αντιπροσωπευμένε αντιπροσωπευμένη αντιπροσωπευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπροσωπευμένοι οι αντιπροσωπευμένες τα αντιπροσωπευμένα
      γενική των αντιπροσωπευμένων των αντιπροσωπευμένων των αντιπροσωπευμένων
    αιτιατική τους αντιπροσωπευμένους τις αντιπροσωπευμένες τα αντιπροσωπευμένα
     κλητική αντιπροσωπευμένοι αντιπροσωπευμένες αντιπροσωπευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

αντιπροσωπευμένος



Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.