δικαίωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δικαίωμα | τα | δικαιώματα |
| γενική | του | δικαιώματος | των | δικαιωμάτων |
| αιτιατική | το | δικαίωμα | τα | δικαιώματα |
| κλητική | δικαίωμα | δικαιώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δικαίωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δικαίωμα (δικαιολόγηση), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική droit
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈce.o.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐καί‐ω‐μα
Ουσιαστικό
δικαίωμα ουδέτερο
- κάτι που δικαιούται κάποιος, που του το δίνει ένας γραπτός ή άγραφος νόμος ή κάποια αρχή
- (στον πληθυντικό: δικαιώματα) η αμοιβή που ζητά κάποιος για κάποιο πνευματικό του έργο (π.χ. συγγραφικό)
- ※ Κατ' αρχάς, για την πλήρη αναδημοσίευση άρθρου απαιτείται ρητή άδεια από τον δημιουργό του - ή αυτόν στον οποίο ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα - για να είναι νόμιμη.
- Άγγελος Κυρίτσης, Ο Μόνος Σωστός Τρόπος Για Αντιγραφή Άρθρων από άλλα Site, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2020-06-17. Αρχειοθέτηση 2019-08-29. Προσπέλαση 2020-07-14.
- ※ Κατ' αρχάς, για την πλήρη αναδημοσίευση άρθρου απαιτείται ρητή άδεια από τον δημιουργό του - ή αυτόν στον οποίο ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα - για να είναι νόμιμη.
- (πληροφορική) αγγλικά privilege: δυνατότητα που αποδίδεται ανά κατηγορία χρηστών για να διαβάσουν, γράψουν τα αρχεία ή να εκτελέσουν τα προγράμματα ενός συστήματος
- → δείτε τη λέξη άδεια
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
- δικαιωματικά (επίρρημα)
- δικαιωματικός
- δικαιωματικώς
- δικαιωματούχος
- δικαιωμένος
Μεταφράσεις
πληροφορική
Πηγές
- δικαίωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δικαίωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δικαίωμᾰ | τὰ | δικαιώμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | δικαιώμᾰτος | τῶν | δικαιωμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | δικαιώμᾰτῐ | τοῖς | δικαιώμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | δικαίωμᾰ | τὰ | δικαιώμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | δικαίωμᾰ | δικαιώμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δικαιώμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δικαιωμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- δικαίωμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δικαίωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.