ανικανοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανικανοποίηση οι ανικανοποιήσεις
      γενική της ανικανοποίησης* των ανικανοποιήσεων
    αιτιατική την ανικανοποίηση τις ανικανοποιήσεις
     κλητική ανικανοποίηση ανικανοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανικανοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανικανοποίηση < αν- (στερητικό α-) + ικανοποίηση

Ουσιαστικό

ανικανοποίηση θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.