ανικανοποίητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανικανοποίητος | η | ανικανοποίητη | το | ανικανοποίητο |
| γενική | του | ανικανοποίητου | της | ανικανοποίητης | του | ανικανοποίητου |
| αιτιατική | τον | ανικανοποίητο | την | ανικανοποίητη | το | ανικανοποίητο |
| κλητική | ανικανοποίητε | ανικανοποίητη | ανικανοποίητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανικανοποίητοι | οι | ανικανοποίητες | τα | ανικανοποίητα |
| γενική | των | ανικανοποίητων | των | ανικανοποίητων | των | ανικανοποίητων |
| αιτιατική | τους | ανικανοποίητους | τις | ανικανοποίητες | τα | ανικανοποίητα |
| κλητική | ανικανοποίητοι | ανικανοποίητες | ανικανοποίητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανικανοποίητος < αν- + ικανοποιώ + -τος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική insatisfait)
Επίθετο
ανικανοποίητος -η -ο
- που δεν ικανοποιείται ή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί
- ανευχαρίστητος
- άπληστος
- Αυτός που δεν ευχαριστείται εύκολα.
Συγγενικά
- ανικανοποίηση
- ανικανοποίητα
- ανικανοποίητο
- → δείτε τις λέξεις ικανοποιώ, ικανός και ποιώ
Μεταφράσεις
ανικανοποίητος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.