τεκνοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τεκνοποιώ < αρχαία ελληνική τεκνοποιέω / τεκνοποιῶ < τέκνον (< τίκτω < πρωτοελληνική *tíktō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tí-tḱ-e-ti < *teḱ-: τίκτω, γεννώ) + ποιέω / ποιῶ (< ποιϝέω < *ποιϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷei-u-: μαζεύω, συγκεντρώνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /te.kno.piˈo/
Συγγενικά
- τεκνοποίηση
- τεκνοποιητικός
- τεκνοποιία
- → δείτε τις λέξεις τέκνο και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τεκνοποιώ | τεκνοποιούσα | θα τεκνοποιώ | να τεκνοποιώ | τεκνοποιώντας | |
| β' ενικ. | τεκνοποιείς | τεκνοποιούσες | θα τεκνοποιείς | να τεκνοποιείς | (τεκνοποίει) | |
| γ' ενικ. | τεκνοποιεί | τεκνοποιούσε | θα τεκνοποιεί | να τεκνοποιεί | ||
| α' πληθ. | τεκνοποιούμε | τεκνοποιούσαμε | θα τεκνοποιούμε | να τεκνοποιούμε | ||
| β' πληθ. | τεκνοποιείτε | τεκνοποιούσατε | θα τεκνοποιείτε | να τεκνοποιείτε | τεκνοποιείτε | |
| γ' πληθ. | τεκνοποιούν(ε) | τεκνοποιούσαν(ε) | θα τεκνοποιούν(ε) | να τεκνοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τεκνοποίησα | θα τεκνοποιήσω | να τεκνοποιήσω | τεκνοποιήσει | ||
| β' ενικ. | τεκνοποίησες | θα τεκνοποιήσεις | να τεκνοποιήσεις | τεκνοποίησε | ||
| γ' ενικ. | τεκνοποίησε | θα τεκνοποιήσει | να τεκνοποιήσει | |||
| α' πληθ. | τεκνοποιήσαμε | θα τεκνοποιήσουμε | να τεκνοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | τεκνοποιήσατε | θα τεκνοποιήσετε | να τεκνοποιήσετε | τεκνοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | τεκνοποίησαν τεκνοποιήσαν(ε) |
θα τεκνοποιήσουν(ε) | να τεκνοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τεκνοποιήσει | είχα τεκνοποιήσει | θα έχω τεκνοποιήσει | να έχω τεκνοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τεκνοποιήσει | είχες τεκνοποιήσει | θα έχεις τεκνοποιήσει | να έχεις τεκνοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τεκνοποιήσει | είχε τεκνοποιήσει | θα έχει τεκνοποιήσει | να έχει τεκνοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τεκνοποιήσει | είχαμε τεκνοποιήσει | θα έχουμε τεκνοποιήσει | να έχουμε τεκνοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τεκνοποιήσει | είχατε τεκνοποιήσει | θα έχετε τεκνοποιήσει | να έχετε τεκνοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τεκνοποιήσει | είχαν τεκνοποιήσει | θα έχουν τεκνοποιήσει | να έχουν τεκνοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
τεκνοποιώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.