ἱκανός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ῐκᾰνο- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | ἱκανός | ἡ | ἱκανή | τὸ | ἱκανόν | |
| γενική | τοῦ | ἱκανοῦ | τῆς | ἱκανῆς | τοῦ | ἱκανοῦ | |
| δοτική | τῷ | ἱκανῷ | τῇ | ἱκανῇ | τῷ | ἱκανῷ | |
| αιτιατική | τὸν | ἱκανόν | τὴν | ἱκανήν | τὸ | ἱκανόν | |
| κλητική ὦ! | ἱκανέ | ἱκανή | ἱκανόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | ἱκανοί | αἱ | ἱκαναί | τὰ | ἱκανᾰ́ | |
| γενική | τῶν | ἱκανῶν | τῶν | ἱκανῶν | τῶν | ἱκανῶν | |
| δοτική | τοῖς | ἱκανοῖς | ταῖς | ἱκαναῖς | τοῖς | ἱκανοῖς | |
| αιτιατική | τοὺς | ἱκανούς | τὰς | ἱκανᾱ́ς | τὰ | ἱκανᾰ́ | |
| κλητική ὦ! | ἱκανοί | ἱκαναί | ἱκανᾰ́ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱκανώ | τὼ | ἱκανᾱ́ | τὼ | ἱκανώ | |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱκανοῖν | τοῖν | ἱκαναῖν | τοῖν | ἱκανοῖν | |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ἱκανός, -ή, -όν, συγκριτικός : ἱκανώτερος, υπερθετικός : ἱκανώτατος
Εκφράσεις
- ἰκανόν χρόνον = για αρκετό χρονικό διάστημα
Παράγωγα
- ἀνίκανος
- ἱκανοδοσία
- ἱκανοδοτέω
- ἱκανοδότης
- ἱκανοποιέω
- ἱκανότης
- ἱκανόω
- ἱκανῶς (επίρρημα)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἱκανός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱκανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.