αμάλλιαγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμάλλιαγος η αμάλλιαγη το αμάλλιαγο
      γενική του αμάλλιαγου της αμάλλιαγης του αμάλλιαγου
    αιτιατική τον αμάλλιαγο την αμάλλιαγη το αμάλλιαγο
     κλητική αμάλλιαγε αμάλλιαγη αμάλλιαγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμάλλιαγοι οι αμάλλιαγες τα αμάλλιαγα
      γενική των αμάλλιαγων των αμάλλιαγων των αμάλλιαγων
    αιτιατική τους αμάλλιαγους τις αμάλλιαγες τα αμάλλιαγα
     κλητική αμάλλιαγοι αμάλλιαγες αμάλλιαγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμάλλιαγος < α- + μαλλιάζω + -γος

Επίθετο

αμάλλιαγος, -η, -ο

  1. που δεν έχει μαλλιά ή τρίχες (στο κεφάλι ή το κορμί)
     συνώνυμα: αμάλλιαστος, άμαλλος, άτριχος
     αντώνυμα: μαλλιαρός, μαλλιασμένος
  2. (για πουλιά) που δεν έχει φτερά
     συνώνυμα: άπτερος, ξεπουπουλιασμένος
     αντώνυμα: πουπουλιασμένος, πτερωμένος
  3. (μεταφορικά) νέος και άπειρος
  4. (μεταφορικά) (ιδιωματικό) άφραγκος, φτωχός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.