αμάλλιαγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμάλλιαγος | η | αμάλλιαγη | το | αμάλλιαγο |
| γενική | του | αμάλλιαγου | της | αμάλλιαγης | του | αμάλλιαγου |
| αιτιατική | τον | αμάλλιαγο | την | αμάλλιαγη | το | αμάλλιαγο |
| κλητική | αμάλλιαγε | αμάλλιαγη | αμάλλιαγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμάλλιαγοι | οι | αμάλλιαγες | τα | αμάλλιαγα |
| γενική | των | αμάλλιαγων | των | αμάλλιαγων | των | αμάλλιαγων |
| αιτιατική | τους | αμάλλιαγους | τις | αμάλλιαγες | τα | αμάλλιαγα |
| κλητική | αμάλλιαγοι | αμάλλιαγες | αμάλλιαγα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αμάλλιαγος, -η, -ο
- που δεν έχει μαλλιά ή τρίχες (στο κεφάλι ή το κορμί)
- (για πουλιά) που δεν έχει φτερά
- ≈ συνώνυμα: άπτερος, ξεπουπουλιασμένος
- ≠ αντώνυμα: πουπουλιασμένος, πτερωμένος
- (μεταφορικά) νέος και άπειρος
- (μεταφορικά) (ιδιωματικό) άφραγκος, φτωχός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μαλλί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.