άμαλλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άμαλλος | η | άμαλλη | το | άμαλλο |
| γενική | του | άμαλλου | της | άμαλλης | του | άμαλλου |
| αιτιατική | τον | άμαλλο | την | άμαλλη | το | άμαλλο |
| κλητική | άμαλλε | άμαλλη | άμαλλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άμαλλοι | οι | άμαλλες | τα | άμαλλα |
| γενική | των | άμαλλων | των | άμαλλων | των | άμαλλων |
| αιτιατική | τους | άμαλλους | τις | άμαλλες | τα | άμαλλα |
| κλητική | άμαλλοι | άμαλλες | άμαλλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άμαλλος < μεσαιωνική ελληνική ἄμαλλος < αρχαία ελληνική μαλλός
Πηγές
- άμαλλος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άμαλλος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
άμαλλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.