άφραγκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άφραγκος | η | άφραγκη | το | άφραγκο |
| γενική | του | άφραγκου | της | άφραγκης | του | άφραγκου |
| αιτιατική | τον | άφραγκο | την | άφραγκη | το | άφραγκο |
| κλητική | άφραγκε | άφραγκη | άφραγκο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άφραγκοι | οι | άφραγκες | τα | άφραγκα |
| γενική | των | άφραγκων | των | άφραγκων | των | άφραγκων |
| αιτιατική | τους | άφραγκους | τις | άφραγκες | τα | άφραγκα |
| κλητική | άφραγκοι | άφραγκες | άφραγκα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη αδέκαρος
Συγγενικά
- αφραγκία / αφραγκιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.