πτερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πτερωμένος | η | πτερωμένη | το | πτερωμένο |
| γενική | του | πτερωμένου | της | πτερωμένης | του | πτερωμένου |
| αιτιατική | τον | πτερωμένο | την | πτερωμένη | το | πτερωμένο |
| κλητική | πτερωμένε | πτερωμένη | πτερωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πτερωμένοι | οι | πτερωμένες | τα | πτερωμένα |
| γενική | των | πτερωμένων | των | πτερωμένων | των | πτερωμένων |
| αιτιατική | τους | πτερωμένους | τις | πτερωμένες | τα | πτερωμένα |
| κλητική | πτερωμένοι | πτερωμένες | πτερωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πτερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πτερώνω
Μεταφράσεις
πτερωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.