μαλλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαλλιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαλλιάζω < μαλλ(ίν) + -ιάζω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈʎa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαλ‐λιά‐ζω
Ρήμα
μαλλιάζω, αόρ.: μάλλιασα, μτχ.π.π.: μαλλιασμένος (χωρίς παθητική φωνή) [2]
Εκφράσεις
- μάλλιασε η γλώσσα μου: επαναλαμβάνω πολλές φορές κάτι στην προσπάθεια να πείσω κάποιον
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μαλλί
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μαλλιάζω | μάλλιαζα | θα μαλλιάζω | να μαλλιάζω | μαλλιάζοντας | |
| β' ενικ. | μαλλιάζεις | μάλλιαζες | θα μαλλιάζεις | να μαλλιάζεις | μάλλιαζε | |
| γ' ενικ. | μαλλιάζει | μάλλιαζε | θα μαλλιάζει | να μαλλιάζει | ||
| α' πληθ. | μαλλιάζουμε | μαλλιάζαμε | θα μαλλιάζουμε | να μαλλιάζουμε | ||
| β' πληθ. | μαλλιάζετε | μαλλιάζατε | θα μαλλιάζετε | να μαλλιάζετε | μαλλιάζετε | |
| γ' πληθ. | μαλλιάζουν(ε) | μάλλιαζαν μαλλιάζαν(ε) |
θα μαλλιάζουν(ε) | να μαλλιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μάλλιασα | θα μαλλιάσω | να μαλλιάσω | μαλλιάσει | ||
| β' ενικ. | μάλλιασες | θα μαλλιάσεις | να μαλλιάσεις | μάλλιασε | ||
| γ' ενικ. | μάλλιασε | θα μαλλιάσει | να μαλλιάσει | |||
| α' πληθ. | μαλλιάσαμε | θα μαλλιάσουμε | να μαλλιάσουμε | |||
| β' πληθ. | μαλλιάσατε | θα μαλλιάσετε | να μαλλιάσετε | μαλλιάστε | ||
| γ' πληθ. | μάλλιασαν μαλλιάσαν(ε) |
θα μαλλιάσουν(ε) | να μαλλιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μαλλιάσει | είχα μαλλιάσει | θα έχω μαλλιάσει | να έχω μαλλιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μαλλιάσει | είχες μαλλιάσει | θα έχεις μαλλιάσει | να έχεις μαλλιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μαλλιάσει | είχε μαλλιάσει | θα έχει μαλλιάσει | να έχει μαλλιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μαλλιάσει | είχαμε μαλλιάσει | θα έχουμε μαλλιάσει | να έχουμε μαλλιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μαλλιάσει | είχατε μαλλιάσει | θα έχετε μαλλιάσει | να έχετε μαλλιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μαλλιάσει | είχαν μαλλιάσει | θα έχουν μαλλιάσει | να έχουν μαλλιάσει |
| |
Αναφορές
- μαλλιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.