ακατάλληλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατάλληλος η ακατάλληλη το ακατάλληλο
      γενική του ακατάλληλου της ακατάλληλης του ακατάλληλου
    αιτιατική τον ακατάλληλο την ακατάλληλη το ακατάλληλο
     κλητική ακατάλληλε ακατάλληλη ακατάλληλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατάλληλοι οι ακατάλληλες τα ακατάλληλα
      γενική των ακατάλληλων των ακατάλληλων των ακατάλληλων
    αιτιατική τους ακατάλληλους τις ακατάλληλες τα ακατάλληλα
     κλητική ακατάλληλοι ακατάλληλες ακατάλληλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακατάλληλος < ελληνιστική κοινή ἀκατάλληλος < αρχαία ελληνική ἀ- + κατάλληλος

Επίθετο

ακατάλληλος, -η, -ο

  1. που δεν ταιριάζει ή δεν ενδείκνυται για μια ορισμένη περίσταση ή χρήση
  2. που δεν έχει τα προσόντα, τις δεξιότητες ή τις ικανότητες για μια ορισμένη περίσταση ή ανάγκη

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.