ταιριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ταιριάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ταιριάζω < ταῖριν < *ἑταίρ-ιον, υποκοριστικό του αρχαίου ἑταῖρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /teɾˈʝa.zo/ & /teˈɾi̯a.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ται‐ριά‐ζω
Ρήμα
ταιριάζω, αόρ.: ταίραξα/ταίριασα, παθ.φωνή: ταιριάζομαι, π.αόρ.: ταιριάχτηκα/-στηκα, μτχ.π.π.: ταιριαγμένος/ταιριασμένος
- (μεταβατικό) συνδέω δύο πράγματα σε ζευγάρι
- (μεταβατικό) προσπαθώ να δημιουργήσω ένα αρμονικό συνδυασμό
- (αμετάβατο) είμαι σε συμφωνία ή σε αρμονία με κάποιον ή κάτι
- ※ Και τόσο ταίριαζαν ο ένας δίπλα στον άλλον που κανένας δε γυρνούσε να τους κοιτάξει παράξενα. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι, 1966 [διηγήματα])
- ≈ συνώνυμα: εναρμονίζομαι, συναρμόζομαι, συνδυάζομαι
- (αμετάβατο) έχω το σχήμα που αντιστοιχεί σε κάτι
- (αμετάβατο) ζω αρμονικά με κάποιον
- (απρόσωπο) ταιριάζει: αρμόζει, πρέπει
- ↪ Δεν ταιριάζει τέτοια συμπεριφορά σε μαθητή
Εκφράσεις
- αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε : οι κοινωνικές σχέσεις και συναναστροφές εξαρτώνται από το πόσο καλά συμφωνούν οι άνθρωποι μεταξύ τους
- ταιριάζουν τα χνότα μας : έχουμε τις ίδιες συνήθειες, απόψεις κλπ.
Συγγενικά
- ταίρι
- ταίριασμα
- ταιριαστά
- ταιριαστός
- ταιριαχτά
- ταιριαχτός
- παράταιρος
Κλίση
«κλίση 'αγγίζω'» με διπλούς τύπους [1]
Μεταφράσεις
ταιριάζω
Αναφορές
- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.